4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Δοκιμή Eλαστικών

215/70-R16

BF GOODRICH LONG TRAIL
BRIDGESTONE DUELLER A/T
BRIDGESTONE DUELLER H/P
DUNLOP GRANDTREK AT-1
KUMHO 795 TOURING
MICHELIN 4x4
PIRELLI SCORPIO S/T


Για χώμα και για άσφαλτο

H κατηγορία των «τζιποειδών» μικτής χρήσης γίνεται όλο και πιο δημοφιλής τα τελευταία
χρόνια, και όχι άδικα. Τα σύγχρονα παραδείγματα της κατηγορίας συνδυάζουν με εξαιρετικό
τρόπο τα χαρίσματα ενός κανονικού επιβατικού αυτοκινήτου στην άσφαλτο, με τις δυνατότητες
ενός τετρακίνητου οχήματος εκτός δρόμου. Όταν έλθει η στιγμή της αντικατάστασης των
ελαστικών, οι επιλογές είναι αρκετές και διαφέρουν ανάλογα με τον προσανατολισμό τους.


Οι δοκιμές ελαστικών έχουν γίνει πλέον μια συνηθισμένη υπόθεση για το Τμήμα Δοκιμών και
Μετρήσεων των 4Τ. Μετά από εκείνη την πρώτη και ιστορική δοκιμή των 165/70-13 με το
1100άρι Φίατ Τίπο στο αεροδρόμιο της Τρίπολης, η διαδικασία έχει επαναληφθεί τόσες φορές
που έχουμε χάσει πλέον το μέτρημα. Όμως, αντί να καθορίσουμε μία συγκεκριμένη σειρά
δοκιμασιών που να ακολουθείται σαν «τυφλοσούρτης», έχουμε αποφασίσει να πραγματοποιούμε
κάθε δοκιμή ελαστικών διαφορετικά από τις άλλες. Διαλέγουμε, λοιπόν, κάθε φορά το χώρο
και τη μεθοδολογία των μετρήσεων που να ταιριάζουν καλύτερα στο συγκεκριμένο είδος
ελαστικών και στην αντίστοιχη κατηγορία αυτοκινήτων, στην οποία απευθύνεται. Έτσι,
φροντίζουμε κάθε φορά να ρίχνουμε το βάρος στον τομέα που πρέπει, διαλέγοντας
διαφορετικές διαδικασίες για σπορ αυτοκίνητα με λάστιχα χαμηλού προφίλ, άλλες για μικρά
αυτοκίνητα πόλης και, φυσικά, κάποιες ξεχωριστές μετρήσεις για τετρακίνητα αυτοκίνητα
εκτός δρόμου.
Η αρχική μας σκέψη για τη συγκεκριμένη δοκιμή ήταν να διαχωρίσουμε τα λάστιχα που
προορίζονται κυρίως για άσφαλτο σε σχέση με αυτά που είναι σχεδιασμένα για αυστηρά
χωμάτινη χρήση και να κάνουμε ξεχωριστές δοκιμές για κάθε κατηγορία. Aποφασίσαμε, όμως,
ότι θα ήταν καλύτερο να «ανακατέψουμε» λάστιχα ίδιας διάστασης, αλλά διαφορετικού
προσανατολισμού. Kι αυτό, γιατί εκείνο που τελικά ενδιαφέρει τον υποψήφιο αγοραστή είναι
να επιλέξει έναν τύπο ελαστικού που να τα καταφέρνει εξίσου καλά τόσο στην άσφαλτο όσο
και εκτός δρόμου, παρά να αγοράσει από ένα «σετ» για κάθε χρήση.
Από τις εταιρείες ελαστικών, στις οποίες απευθυνθήκαμε, ανταποκρίθηκαν έξι, ενώ αρκετές
ακόμα δήλωσαν την καλή τους πρόθεση, όμως δεν διέθεταν λάστιχα στη διάσταση των τροχών
του Tογιότα RAV4, με το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι δοκιμές.
Από τις έξι εταιρείες που ανταποκρίθηκαν τελικά, η Bridgestone αποφάσισε να μας στείλει
δύο διαφορετικούς τύπους ελαστικών, έναν «ασφάλτινο» με τον κωδικό H/P και ένα «μικτό» με
τον κωδικό A/T. Από τις υπόλοιπες, η Kumho επέλεξε μια εντελώς «ασφάλτινη» λύση με το 795
Touring και η Dunlop, αντίστοιχα, μια εντελώς «χωμάτινη» με το Grandtrek AT-1, ενώ η
Michelin (με το 4x4), η Pirelli (με το Scorpio) και η BF Goodrich (με το Long Trail)
πρόσφεραν λύσεις «συμβιβασμού» που συνδυάζουν χαρακτηριστικά και από τις δύο κατηγορίες.
Mε κέντρο την Ανάβυσσο, συνδυάσαμε το χώμα της Υπερειδικής του Ακρόπολις με την άμμο της
παραλίας, αλλά και την ασφάλτινη διαδρομή προς Καμάριζα, για μια όσο το δυνατόν πιο
σφαιρική εκτίμηση των δυνατοτήτων του κάθε ελαστικού. Τα αποτελέσματα, στις σελίδες που
ακολουθούν.


Στην άσφαλτο
Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι τα περισσότερα αυτοκίνητα της συγκεκριμένης κατηγορίας
περνούν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή τους στην άσφαλτο, ξεκινάμε από το ασφάλτινο μέρος της
δοκιμής μας, όπου κύριο ζητούμενο είναι η ενεργητική ασφάλεια, χωρίς όμως να ξεχνάμε και
την άνεση και το θόρυβο κύλισης, παράμετροι που πλέον έχουν αρχίσει να ενδιαφέρουν τους
οδηγούς των σύγχρονων, αθόρυβων και πολιτισμένων τετρακίνητων.
Από τις μετρήσεις του φρεναρίσματος, το πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να βγάλει κανείς
είναι ότι οι διαφορές είναι μικρότερες από ό,τι θα περίμενε. Με τη βοήθεια και του
συστήματος ABS, με το οποίο ήταν εφοδιασμένο το αυτοκίνητο της δοκιμής μας, τα
ηλεκτρονικά μας όργανα κατέγραψαν αποστάσεις ακινητοποίησης με πολύ μικρές διαφορές.
Έτσι, διαπιστώσαμε ότι το φρενάρισμα είναι ασφαλέστατο με όλα τα λάστιχα της δοκιμής μας,
ενώ η έκπληξη σίγουρα βρίσκεται στην πολύ καλή επίδοση του αυστηρά «χωμάτινου» Dunlop,
που απέδειξε ότι δεν υστερεί ακόμα και στη μέτριας ποιότητας άσφαλτο. Αντίστοιχα μικρές
ήταν οι διαφορές και σε επίπεδα πλευρικής πρόσφυσης, όπου τόσο οι μετρήσεις (βλ. πίνακα)
όσο και οι υποκειμενικές παρατηρήσεις του οδηγού δεν «διαπίστωσαν» το παραμικρό πρόβλημα
σε επίπεδο ενεργητικής ασφάλειας. Αυτό που άλλαζε ελαφρά σε κάθε περίπτωση ήταν το
«ζύγισμα» του αυτοκινήτου στις στροφές και η ακρίβεια του τιμονιού στη γρήγορη οδήγηση,
όμως οι διαφορές (φυσιολογικά υπέρ των ασφάλτινων Kumho και Bridgestone H/P) ήταν
αντικειμενικά μικρές.
Εκεί που υπάρχει, όμως, σαφής διαφορά είναι στην απορρόφηση των κραδασμών, καθώς και στο
θόρυβο κύλισης. Εκεί που με τα Kumho, τα Bridgestone H/P και τα Michelin νομίζεις ότι
οδηγείς μια άνετη «κούρσα», με τα BF Goodrich και τα Bridgestone A/T αρχίζεις να
αισθάνεσαι κάποιους παραπάνω κραδασμούς, με τα Pirelli ακόμα περισσότερους, ενώ με τα
Dunlop ξαφνικά νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε στρατιωτικό τζιπάκι που πηδάει στις ανωμαλίες
και «σκάβει» την άσφαλτο στις στροφές.


Το φρενάρισμα στην άσφαλτο, με αρχική ταχύτητα 100 χλμ./ώρα, έγινε σε ένα ελαφρά
κατηφορικό σημείο ενός τυπικού ελληνικού επαρχιακού δρόμου με μέτριας ποιότητας άσφαλτο.
Οι αποστάσεις ακινητοποίησης που μετρήσαμε δεν θα πρέπει να συγκρίνονται με τις
τυποποιημένες μας μετρήσεις φρεναρίσματος στην ευθεία της Θήβας, για τις ανάγκες της
δοκιμής ελαστικών μας, όμως, παρουσιάζουν απόλυτη αξιοπιστία, αφού έγιναν όλες την ίδια
μέρα και ακριβώς στο ίδιο σημείο. Οι μετρήσεις μας παρατίθενται με ακρίβεια πρώτου
δεκαδικού, όπως ακριβώς τις κατέγραψαν τα ηλεκτρονικά μας όργανα, ας σημειωθεί όμως ότι
οι μικρές διαφορές θα πρέπει να θεωρούνται πρακτικά ως ισοπαλία. Από τα 55,2 μέχρι τα
58,6 μέτρα των δύο ακραίων τιμών που μετρήθηκαν, μεσολαβούν 3,4 μέτρα, διαφορά όχι
ιδιαίτερα μεγάλη με τα δεδομένα άλλων αντίστοιχων δοκιμών ελαστικών, ικανή όμως να κρίνει
τη διαφορά ανάμεσα στο «παραλίγο» και στη σύγκρουση.


Για να συμπληρώσουμε την υποκειμενική αίσθηση από την ασφάλτινη διαδρομή (από Ανάβυσσο
προς Καμάριζα), στήσαμε και τα ηλεκτρονικά μας φωτοκύτταρα «κόβοντας» μια καμπύλη μήκους
70 μέτρων σε μια ανηφορική δεξιά στροφή, ώστε να έχουμε και ένα ποσοτικό δείγμα της
πλευρικής πρόσφυσης των ελαστικών. Από το χρόνο ανάμεσα στα δύο σημεία και τη μεταξύ τους
απόσταση, μπορούμε να υπολογίσουμε τη μέση ταχύτητα μέσα στη στροφή, με τις διαφορές να
αντανακλούν την ικανότητα κυρίως των εμπρός ελαστικών να κρατήσουν την τροχιά τους στην
ανηφορική γλιστερή στροφή, όπου κάθε απώλεια πρόσφυσης σημαίνει υποστροφή και χάσιμο
χρόνου. Αξίζει να σημειωθεί η μικρή συνολική διαφορά ανάμεσα σε όλα τα λάστιχα της
δοκιμής μας, με τα νούμερα να επιβεβαιώνουν την αίσθηση του οδηγού: κανένα από τα λάστιχα
δεν γλιστράει επικίνδυνα, και οι διαφορές ανάμεσά τους εντοπίζονται κυρίως στην αίσθηση
και στην ακρίβεια του τιμονιού, αλλά και την ποιότητα κύλισης και την άνεση.



Στο χώμα
Οι δοκιμασίες στο χώμα περιλάμβαναν μια μικρή διαδρομή μέσα στις παλιές αλυκές της
Αναβύσσου, ένα σλάλομ που έγινε με δύο διαφορετικούς τρόπους (βλ. πίνακα), αλλά και μια
ακόμα δοκιμασία ελκτικής πρόσφυσης στην άμμο της διπλανής παραλίας. Τα συμπεράσματά μας,
χωρίς εκπλήξεις αυτή τη φορά: τα χωμάτινα λάστιχα πρώτευσαν με ευκολία, τόσο στα νούμερα
όσο και στην αίσθηση σιγουριάς και ελέγχου που πρόσφεραν στον οδηγό τους, ενώ τα
ασφάλτινα φυσιολογικά δυσκολεύτηκαν, και μάλιστα ακόμα περισσότερο από ό,τι μαρτυρούν τα
νούμερα. Ο πίνακας του σλάλομ παρατίθεται κυρίως για να προσφέρει στοιχεία σε όσους
αρέσκονται στα χρονόμετρα και στις μετρήσεις. H αίσθηση του οδηγού, όμως, και η έντονα
διαφορετική οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου στη σβέλτη, μικτή διαδρομή που είχαμε
χαράξει, έδειξε ακόμα μεγαλύτερες διαφορές υπέρ των Dunlop και Pirelli, με τα BF
Goodrich, τα Michelin και τα Bridgestone A/T να ακολουθούν από κοντά στην υποκειμενική
αυτή κατάταξη που περιλαμβάνει τόσο την απόλυτη πρόσφυση όσο και την ευκολία ελέγχου στο
γλίστρημα. Όσο για τις «ασφάλτινης προτεραιότητας» επιλογές, θα λέγαμε ότι ως λύσεις
ανάγκης και για περιστασιακή μόνο χρήση δεν δημιουργούν πρόβλημα, είναι σαφές όμως ότι
υστερούν σε σχέση με τα υπόλοιπα, κάτι που επιβεβαιώθηκε, άλλωστε, και στη δοκιμασία στην
άμμο. Oι διαφορές ήταν αρκετά μεγάλες και μας επιβεβαίωσαν, άλλη μια φορά, το γεγονός
ότι, όταν δυσκολεύουν οι συνθήκες του δρόμου, κάθε τετρακίνητο όχημα τελικά είναι τόσο
καλό όσο τα λάστιχά του, οι δυνατότητες των οποίων συχνά είναι και αυτές που θέτουν τους
περιορισμούς. Για περιστασιακούς εκδρομείς κάτι τέτοιο ίσως να μην είναι ιδιαίτερα
σημαντικό, για όσους όμως ζουν έξω από την πόλη και κινούνται συχνά σε λασπωμένους ή
χιονισμένους χωματόδρομους, ή ακόμα και για όσους έχουν απαιτήσεις ρυμούλκησης κάποιου
σκάφους στην άμμο της παραλίας, η επιλογή των ελαστικών μπορεί να αποδειχθεί τελικά το
κριτήριο ανάμεσα στο «κόλλησα» και στο «πέρασα».



Ο πίνακας του σλάλομ έχει δύο στήλες, αφού η άσκηση αυτή μπορεί να γίνει με δύο
διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με αυτόν που θα επιλέξει ο οδηγός να την αντιμετωπίσει. Αν
περάσει με προσοχή και με «ασφάλτινη» νοοτροπία, κοντά στις κορίνες («κλειστό» σλάλομ),
στοχεύοντας για τον καλύτερο δυνατό χρόνο, χρειάζεται ακρίβεια και πρόσφυση από τους
μπροστινούς τροχούς. Αν, από την άλλη, πάρει λίγο περισσότερη φόρα και οδηγήσει
«χωμάτινα», πιο μακριά από τις κορίνες, και χρησιμοποιώντας τη μεταφορά βάρους για να
«διώξει» ελεγχόμενα το αυτοκίνητο («ανοικτό» σλάλομ) και την πρόσφυση των πίσω τροχών, θα
κάνει ελαφρά χειρότερο χρόνο, αλλά μπορεί να εκτιμήσει την προοδευτικότητα των ελαστικών,
καθώς και την ευκολία επανάκτησης του ελέγχου μετά από κάποιο γλίστρημα. Ας επισημάνουμε
εδώ ότι όλα αυτά δεν γίνονται σε ρυθμούς «αγώνα», αλλά με ταχύτητα εισόδου μόλις 60
χλμ./ώρα, δηλαδή απόλυτα ρεαλιστική σε σχέση με τις συνθήκες που μπορεί να αντιμετωπίσει
ο μέσος χρήστης των αυτοκινήτων εκτός δρόμου.


Με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μας οργάνων, προσπαθήσαμε να διαπιστώσουμε με όσο το
δυνατόν ακριβέστερο και αντικειμενικότερο τρόπο την ικανότητα των ελαστικών να κινηθούν
στην άμμο, μετρώντας την ελκτική πρόσφυση με βάση τη μέση τιμή επιτάχυνσης από στάση
μέχρι τα 10 χλμ./ώρα. Φροντίζοντας να στρώσουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κάθε φορά ένα
συγκεκριμένο σημείο της παραλίας της Αναβύσσου, διατηρήσαμε τις συνθήκες της μέτρησης όσο
το δυνατόν πιο σταθερές, αφήνοντας το συμπλέκτη πάντοτε στις 4.000 σ.α.λ. και έπειτα
πατώντας αμέσως τέρμα γκάζι. Τα πιο «ασφάλτινα» λάστιχα σπινάρουν λίγο στην αρχή, ενώ τα
«χωμάτινα» σχεδόν «πνίγουν» τον κινητήρα από το σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό ελκτικής
πρόσφυσης, και τελικά οι μετρήσεις επιβεβαιώνουν την αίσθηση του οδηγού που καταλαβαίνει,
ούτως ή άλλως και από μόνος του, ποιο λάστιχο σπινάρει και ποιο λάστιχο «περπατά» πάνω
στην άμμο.


Συμπέρασμα
Όπως απέδειξε και η δοκιμή μας, οι επιλογές στα ελαστικά των τετρακίνητων οχημάτων είναι
αρκετές και προσφέρουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τις προτεραιότητες του
χρήστη. Έτσι, είναι πολύ σημαντικό να καταφέρει κανείς να διακρίνει τις προτεραιότητές
του, με βάση την αναμενόμενη χρήση που θα κάνει με το αυτοκίνητό του σε όλη τη διάρκεια
του χρόνου. Όσοι κινούνται αποκλειστικά και μόνο στην άσφαλτο, χρησιμοποιώντας το ελαφρύ
«τζιποειδές» τους απλώς σαν «ψηλό στέσιον», θα προτιμήσουν μία από τις ασφάλτινες
επιλογές, όπως τα Bridgestone Dueller H/P ή τα Kumho 795 Touring. Από την άλλη πλευρά,
όσοι κάνουν σκληρή χωμάτινη χρήση, είτε από ανάγκη είτε για χόμπι, ένα «καθαρόαιμο»
λάστιχο σαν το Dunlop Grandtrek AT-1 είναι η καλύτερη επιλογή.
Από εκεί και πέρα, μεταξύ των επιλογών «συμβιβασμού» δεν διαπιστώσαμε κάποιο κακό ή
επικίνδυνο λάστιχο και δεν θα διστάζαμε να τοποθετήσουμε στο αυτοκίνητό μας (κατά σειρά
«χωμάτινου» προς «ασφάλτινο») Pirelli Scorpio S/T, BF Goodrich Long Trail ή Bridgestone
Dueller A/T. Όμως, το βραβείο του «ιδανικού συμβιβασμού» (αν είναι δυνατόν να υπάρξει
κάτι τέτοιο) πρέπει να απονεμηθεί στο Michelin 4x4 που συνδυάζει άψογα τα χαρακτηριστικά
των δύο άκρων: στην άσφαλτο φρενάρει και στρίβει εξίσου καλά με τα εντελώς «ασφάλτινα»,
προσφέροντας ταυτόχρονα πολύ καλή ποιότητα κύλισης, χωρίς κραδασμούς και θορύβους, ενώ
στο χώμα καταφέρνει να πλησιάσει αρκετά σε συμπεριφορά τα καθαρόαιμα «χωμάτινα» λάστιχα,
χάνοντας από αυτά μόνο σε πολύ ακραίες συνθήκες. Η τελική επιλογή, όμως, τονίζουμε και
πάλι ότι εξαρτάται από τις προτεραιότητες και την προβλεπόμενη χρήση που θα κάνει ο
καθένας με το τετρακίνητο που διαθέτει και στο συγκεκριμένο χώρο που κινείται συνήθως._